02 Απρ Δικαστική Συμπαράσταση στην Ελλάδα: Στερητική και Επικουρική (Ολική ή Μερική)
Η δικαστική συμπαράσταση στην Ελλάδα μπορεί να λάβει τη μορφή στερητικής ή επικουρικής προστασίας, ανάλογα με το βαθμό αδυναμίας του προσώπου να διαχειριστεί τις υποθέσεις του. Το αρμόδιο δικαστήριο, εξετάζοντας τις ανάγκες του συμπαραστατούμενου, αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει τη στερητική, την επικουρική ή συνδυαστικά και τις δύο μορφές. Το άρθρο 1676 του Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη διατύπωση του αιτήματος και μπορεί να επιβάλει διαφορετικό καθεστώς από αυτό που ζητήθηκε, με την προϋπόθεση ότι οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί είναι οι απολύτως αναγκαίοι προς όφελος του προστατευόμενου προσώπου. Συνεπώς, η απόφαση περί δικαστικής συμπαράστασης μπορεί να προβλέπει στερητική δικαστική συμπαράσταση, επικουρική δικαστική συμπαράσταση ή συνδυασμό και των δύο.
Στερητική δικαστική συμπαράσταση
Πρόκειται για τη μορφή δικαστικής προστασίας κατά την οποία το δικαστήριο κηρύσσει το άτομο ανίκανο να διενεργεί όλες ή ορισμένες δικαιοπραξίες, κρίνοντας ότι λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή άλλης σοβαρής αιτίας αδυνατεί να τις διεκπεραιώνει αυτοπροσώπως. Στην περίπτωση αυτή, ο διορισμένος δικαστικός συμπαραστάτης αποκτά πλήρη εξουσία να ενεργεί αντ’ αυτού, εκπροσωπώντας τον νομικά για τις πράξεις που ορίζονται στην απόφαση. Η στερητική δικαστική συμπαράσταση μπορεί να είναι:
- Πλήρης, όταν το πρόσωπο κηρύσσεται ανίκανο για το σύνολο των δικαιοπραξιών, δηλαδή δεν μπορεί να συνάψει καμία σύμβαση ή να προβεί σε οποιαδήποτε έννομη ενέργεια.
- Μερική, όταν η ανικανότητα περιορίζεται σε συγκεκριμένες δικαιοπραξίες, οι οποίες αναφέρονται ρητά στην απόφαση του δικαστηρίου.
Παραδείγματα:
- Σε περίπτωση βαριάς διανοητικής αναπηρίας, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ολική στερητική συμπαράσταση, αποκλείοντας κάθε ικανότητα για σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης.
- Σε περίπτωση ηλικιωμένου με άνοια, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει μερική στερητική συμπαράσταση, αφαιρώντας π.χ. μόνο το δικαίωμα διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, επιτρέποντας όμως την ανάληψη καθημερινών πράξεων ή απαιτώντας απλώς συναίνεση για αυτές.
Η στερητική δικαστική συμπαράσταση συνιστά περιορισμό της ικανότητας για δικαιοπραξία και εφαρμόζεται όταν κρίνεται απολύτως απαραίτητο για την προστασία του προσώπου, της περιουσίας του και των συμφερόντων του, ιδίως σε περιπτώσεις έντονης γνωστικής ή ψυχικής δυσλειτουργίας. Αποτελεί ισχυρό νομικό εργαλείο, γι’ αυτό και το δικαστήριο επιβάλλει μόνο τους απολύτως αναγκαίους περιορισμούς, κατόπιν εμπεριστατωμένης ιατρικής και κοινωνικής έκθεσης.
Επικουρική δικαστική συμπαράσταση
Πρόκειται για μια ηπιότερη μορφή δικαστικής προστασίας, κατά την οποία το δικαστήριο δεν αφαιρεί εξολοκλήρου τη δικαιοπρακτική ικανότητα του προσώπου, αλλά προβλέπει ότι για την ισχύ συγκεκριμένων ή όλων των δικαιοπραξιών του απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη. Σύμφωνα με το άρθρο 1683 του Αστικού Κώδικα, η συναίνεση αυτή πρέπει να παρέχεται γραπτώς και πριν από την ενέργεια της πράξης – δεν επιτρέπεται να δοθεί εκ των υστέρων.
Η επικουρική δικαστική συμπαράσταση μπορεί να είναι:
- Πλήρης, όταν απαιτείται συναίνεση για κάθε δικαιοπραξία, ανεξαρτήτως της φύσης ή του οικονομικού της αντικειμένου.
- Μερική, όταν η συναίνεση απαιτείται μόνο για συγκεκριμένες σοβαρές πράξεις, όπως η εκποίηση ακινήτων, η λήψη δανείων, η εγγραφή υποθηκών, ή η σύναψη συμβάσεων μεγάλης αξίας.
Η ουσία της επικουρικής συμπαράστασης είναι ότι το πρόσωπο εξακολουθεί να ενεργεί νομικά αυτοπροσώπως, αλλά υπό την προϋπόθεση της έγκρισης του συμπαραστάτη. Σε περίπτωση που προβεί σε πράξη χωρίς την απαιτούμενη συναίνεση, η πράξη θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, καθώς προέρχεται από πρόσωπο που θεωρείται δικαιοπρακτικά ανίκανο ως προς την εν λόγω ενέργεια. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και η πράξη αντιμετωπίζεται όπως αυτή ανηλίκου χωρίς δικαστική άδεια.
Η επικουρική συμπαράσταση αποτελεί κρίσιμο νομικό εργαλείο για την προστασία προσώπων με μερική αδυναμία διάκρισης ή κρίσης, διατηρώντας ωστόσο τον σεβασμό στην αυτονομία τους. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε περιπτώσεις ηπιότερων ψυχικών ή διανοητικών διαταραχών, άνοιας αρχικών σταδίων, ή άλλων καταστάσεων που απαιτούν επίβλεψη χωρίς απόλυτο αποκλεισμό από τις συναλλαγές.
Συνδυασμός στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης
Το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει ένα μικτό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, επιλέγοντας ταυτόχρονα τόσο στοιχεία της στερητικής όσο και της επικουρικής μορφής, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες και τη λειτουργική κατάσταση του συμπαραστατούμενου προσώπου.
Στο πλαίσιο αυτό, για ορισμένες κατηγορίες δικαιοπραξιών μπορεί να στερηθεί πλήρως η δικαιοπρακτική ικανότητα του ατόμου (στερητική συμπαράσταση), ενώ για άλλες να απαιτείται προηγούμενη συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη (επικουρική συμπαράσταση).
Παράδειγμα: ένα άτομο μπορεί να στερείται πλήρως την ικανότητα να διαχειρίζεται σημαντικά περιουσιακά στοιχεία – όπως ακίνητα ή τραπεζικούς λογαριασμούς υψηλής αξίας – και οι σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται αποκλειστικά από τον δικαστικό συμπαραστάτη. Ταυτόχρονα, για καθημερινές πράξεις (π.χ. μικρές αγορές, σύναψη σύμβασης κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.), να απαιτείται μόνο η συναίνεση του συμπαραστάτη.
Το άρθρο 1679 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι σε περιπτώσεις συνδυαστικής δικαστικής συμπαράστασης, η δικαστική απόφαση πρέπει να προσδιορίζει ρητά:
- Ποιες πράξεις απαγορεύεται να εκτελεί μόνος του ο συμπαραστατούμενος (στερητική ρύθμιση), και
- Ποιες απαιτούν προηγούμενη συναίνεση του συμπαραστάτη (επικουρική ρύθμιση).
Η συνδυαστική μορφή μπορεί να φτάσει ακόμη και στο σημείο ο δικαστής να αφαιρεί εξολοκλήρου την διοίκηση της περιουσίας από πρόσωπο που κατά τα λοιπά τελεί σε επικουρική συμπαράσταση, αναθέτοντάς την αποκλειστικά στον συμπαραστάτη. Παρά ταύτα, το ίδιο το πρόσωπο μπορεί να διατηρεί μερική αυτονομία σε άλλα ζητήματα της καθημερινής του ζωής.
Η δυνατότητα συνδυασμού στερητικών και επικουρικών στοιχείων αποτελεί ευέλικτο νομικό εργαλείο, το οποίο προσαρμόζεται στις πραγματικές ανάγκες του προστατευόμενου ατόμου, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία του και τον σεβασμό στην προσωπική του αυτονομία.
Διάκριση ανάμεσα σε στερητική και επικουρική δικαστική συμπαράσταση- Πρακτική Σημασία.
Η πρακτική σημασία της διάκρισης ανάμεσα στη στερητική και την επικουρική δικαστική συμπαράσταση είναι ιδιαιτέρως σημαντική, ιδίως για όσους συναλλάσσονται με άτομα που τελούν υπό κάποιο από τα δύο καθεστώτα. Στη στερητική δικαστική συμπαράσταση, ο συμπαραστατούμενος στερείται νομικά τη δυνατότητα να εκπροσωπεί τον εαυτό του ως προς συγκεκριμένες δικαιοπραξίες, οι οποίες διενεργούνται αποκλειστικά από τον διορισμένο δικαστικό συμπαραστάτη. Επομένως, ο τρίτος συναλλασσόμενος απευθύνεται απευθείας στον συμπαραστάτη, ο οποίος φέρει την ευθύνη και τη νομική ισχύ της πράξης.
Αντίθετα, στην επικουρική δικαστική συμπαράσταση, το πρόσωπο εξακολουθεί να ενεργεί αυτοπροσώπως, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί έγγραφη και ρητή συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη για τις πράξεις που καθορίζονται στη σχετική απόφαση. Εάν η πράξη τελεστεί χωρίς την απαιτούμενη συναίνεση, αυτή θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη. Συνεπώς, ο τρίτος συναλλασσόμενος οφείλει να βεβαιώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο της συναίνεσης, ώστε να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα της συναλλαγής.
Εάν εσείς ή κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο αντιμετωπίζετε ζητήματα σχετικά με τη δικαστική συμπαράσταση – είτε αφορά στερητική είτε επικουρική μορφή – ή χρειάζεστε εξατομικευμένη νομική καθοδήγηση για κάποια συναλλαγή, μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας. Η Δικηγορική Εταιρεία Καρπούζης-Λιανού & Συνεργάτες είναι στη διάθεσή σας για να προγραμματίσουμε ένα ραντεβού και να σας προσφέρουμε υπεύθυνη και εξειδικευμένη υποστήριξη, προσαρμοσμένη στις δικές σας ανάγκες.
No Comments