Η ιατρική αμέλεια (ιατρικό λάθος) αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά και ευαίσθητα ζητήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν ασθενείς αλλά και επαγγελματίες υγείας. Στην Ελλάδα, κάθε χρόνο καταγράφονται πολλές περιπτώσεις όπου ασθενείς διεκδικούν αποζημιώσεις για βλάβες που υπέστησαν από φερόμενη αμέλεια ιατρών ή νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Οι συνέπειες είναι βαρύτατες – από σοβαρές βλάβες στην υγεία έως απώλεια ζωής – και η νομική διαχείριση τέτοιων υποθέσεων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Σε αυτόν τον οδηγό θα εξηγήσουμε τι συνιστά ιατρική αμέλεια, πώς αντιμετωπίζεται νομικά στην Ελλάδα, ποια είναι τα δικαιώματα των ασθενών για αποζημίωση και ποιες οι ευθύνες (και δυνατότητες υπεράσπισης) των ιατρών και νοσοκομείων. Όλα παρουσιάζονται με απλή γλώσσα αλλά και την απαραίτητη προσοχή, ώστε να είναι χρήσιμα τόσο σε ασθενείς όσο και σε επαγγελματίες υγείας που αναζητούν νομικές συμβουλές στο πλαίσιο αυτό.
Τι είναι η Ιατρική Αμέλεια;
Ιατρική αμέλεια υπάρχει όταν ένας γιατρός ή άλλος επαγγελματίας υγείας δεν παρέχει υπηρεσίες σύμφωνα με το επιβαλλόμενο επίπεδο φροντίδας, δηλαδή αποκλίνει από εκείνα που θα έκανε ένας συνετός και έμπειρος επαγγελματίας της ίδιας ειδικότητας υπό τις ίδιες συνθήκες. Με απλά λόγια, πρόκειται για λάθη ή παραλείψεις στη διάγνωση ή τη θεραπεία, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν τηρούνταν οι δέουσες ιατρικές πρακτικές.
Συχνά παραδείγματα ιατρικής αμέλειας περιλαμβάνουν:
- Λανθασμένη ή καθυστερημένη διάγνωση μιας ασθένειας, με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος για τη θεραπεία.
- Εσφαλμένη χορήγηση φαρμάκων (π.χ. λάθος δοσολογία ή φάρμακο), που μπορεί να προκαλέσει ζημία στον ασθενή.
- Χειρουργικά λάθη, όπως επεμβάσεις σε λάθος σημείο ή η ακούσια βλάβη οργάνων κατά τη διάρκεια του χειρουργείου.
- Παραλείψεις κατά τον τοκετό (μαιευτική αμέλεια) που οδηγούν σε βλάβη της μητέρας ή του νεογνού.
- Μη επαρκής ενημέρωση του ασθενούς για τους κινδύνους μιας επέμβασης ή θεραπείας, με αποτέλεσμα ο ασθενής να μη δώσει ενημερωμένη συναίνεση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν αποτελεί κάθε ιατρική επιπλοκή ή ανεπιθύμητο αποτέλεσμα ένδειξη αμέλειας. Η ιατρική επιστήμη ενέχει ρίσκα και όχι όλα τα αρνητικά αποτελέσματα οφείλονται σε λάθος. Ιατρική ευθύνη ωστόσο μπορεί να προκύψει όταν δεν τηρούνται οι κοινώς αποδεκτοί κανόνες της ιατρικής επιστήμης, οι οποίοι ορίζουν πώς πρέπει να δράσει ένας ιατρός υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ζημιωθείς ασθενής μπορεί να αναζητήσει δικαίωση μέσω της δικαστικής οδού.
Νομικό Πλαίσιο: Αστική, Ποινική και Πειθαρχική Ευθύνη
Η ευθύνη του ιατρού για αμέλεια στο ελληνικό δίκαιο έχει τρεις διαστάσεις: αστική, ποινική και πειθαρχική. Κάθε μία από αυτές αντιστοιχεί και σε διαφορετική διαδικασία και πιθανές συνέπειες:
- Αστική ευθύνη: Πρόκειται για την υποχρέωση αποζημίωσης του ασθενούς. Ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα – ειδικότερα από τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, όπως το άρθρο 914 ΑΚ που ορίζει ότι όποιος ζημιώνει παράνομα άλλον υποχρεούται σε αποζημίωση. Η ιατρική ευθύνη θεωρείται μια ειδική μορφή αυτής της αδικοπρακτικής ευθύνης, όταν ένας γιατρός ή νοσοκομείο προκαλεί παράνομα ζημία σε ασθενή. Ο ασθενής που υπέστη βλάβη μπορεί να ασκήσει αγωγή διεκδικώντας χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη (ψυχική οδύνη, πόνο, ταπείνωση) αλλά και για υλική ζημία (ιατρικά έξοδα, διαφυγόντα εισοδήματα κ.λπ.).
- Ποινική ευθύνη: Αν η αμέλεια είναι σοβαρή – ειδικά εάν προκάλεσε σωματική βλάβη ή θάνατο ασθενούς – τότε ενδέχεται να στοιχειοθετεί και ποινικό αδίκημα. Δεν υπάρχει ειδικό αδίκημα “ιατρικής αμέλειας”· οι υποθέσεις αυτές εντάσσονται στις γενικές διατάξεις περί σωματικής βλάβης από αμέλεια ή ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση αμέλειας με αποτέλεσμα βλάβης (π.χ. και σε τροχαία ατυχήματα) – δεν υπάρχουν εξειδικευμένα εγκλήματα μόνο για ιατρούς. Η ποινική διαδικασία ξεκινά συνήθως με την υποβολή μήνυσης από τον ασθενή ή τους συγγενείς του, και ακολουθεί ανάκριση και δίκη. Στο ποινικό δικαστήριο ισχύει πάντα το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορούμενου ιατρού μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του.
- Πειθαρχική ευθύνη: Ανεξάρτητα από τις ανωτέρω, ένας γιατρός μπορεί να αντιμετωπίσει και πειθαρχικές κυρώσεις. Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005) ορίζει τις επαγγελματικές υποχρεώσεις των ιατρών· σε περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος, ο τοπικός Ιατρικός Σύλλογος μπορεί να κινήσει διαδικασία ελέγχου. Ο ασθενής έχει δικαίωμα να ζητήσει πειθαρχική δίωξη μέσω του Συλλόγου. Πειθαρχικές κυρώσεις μπορεί να περιλαμβάνουν από επίπληξη έως προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας άσκησης επαγγέλματος, ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού.
Σημαντικό είναι ότι οι παραπάνω διαδικασίες (αστική αγωγή, ποινική δίκη, πειθαρχικός έλεγχος) μπορούν να εξελίσσονται ανεξάρτητα. Για παράδειγμα, είναι πιθανό ένας γιατρός να αθωωθεί στο ποινικό δικαστήριο αλλά σε αστική δίκη να κριθεί υπεύθυνος για αποζημίωση, καθώς τα κριτήρια απόδειξης διαφέρουν. Αντίστοιχα, η πειθαρχική διαδικασία έχει δικούς της κανόνες και δεν εξαρτάται απολύτως από την έκβαση των δικαστηρίων. Για αυτό, τόσο οι ασθενείς όσο και οι γιατροί πρέπει να αντιμετωπίζουν κάθε επίπεδο ξεχωριστά με την κατάλληλη νομική υποστήριξη.
Ευθύνη Ιατρού, Νοσοκομείου και Κλινικής
Ένα κρίσιμο ζήτημα στις υποθέσεις ιατρικής αμέλειας είναι ποιος φέρει νομικά την ευθύνη. Σε μια ιατρική πράξη εμπλέκεται όχι μόνο ο θεράπων ιατρός, αλλά ενδεχομένως και άλλοι επαγγελματίες (νοσηλευτές, αναισθησιολόγοι κ.ά.) καθώς και το νοσοκομείο ή η κλινική όπου έλαβε χώρα η θεραπεία. Στην Ελλάδα ισχύουν τα εξής:
- Ευθύνη του θεράποντος ιατρού: Ο ίδιος ο γιατρός που προέβη στην πράξη ή παράλειψη φέρει πρωτίστως την ευθύνη απέναντι στον ασθενή. Αν ο γιατρός ενήργησε με αμέλεια, δηλαδή δεν επέδειξε την προσοχή και επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε υπό τις περιστάσεις, ευθύνεται προσωπικά για τη ζημία που προκλήθηκε. Αυτό ισχύει είτε ο ιατρός εργάζεται ιδιωτικά είτε σε νοσοκομείο. Μάλιστα, η ευθύνη του γιατρού προς αποζημίωση υφίσταται ακόμη κι αν το σφάλμα του θεωρείται «ελαφρά αμέλεια», αρκεί να αντίκειται στις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης.
- Ευθύνη ιδιωτικής κλινικής ή θεραπευτηρίου: Οι ιδιωτικές κλινικές/νοσοκομεία μπορούν να θεωρηθούν νομικά υπεύθυνες για πράξεις ή παραλείψεις των γιατρών και του προσωπικού τους, βάσει της αρχής της πρόστησης (άρθρο 922 ΑΚ). Σύμφωνα με τον νόμο, όποιος έχει προστήσει (δηλαδή προσλάβει ή χρησιμοποιήσει) κάποιον για μια υπηρεσία ευθύνεται εις ολόκληρον για τις ζημίες που προκαλεί σε τρίτους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής. Η ευθύνη της κλινικής ως «προστήσασας» τον ιατρό είναι αντικειμενική, δηλαδή υφίσταται ανεξάρτητα από το αν η ίδια η κλινική αμέλησε – αρκεί ότι ο γιατρός της διέπραξε το σφάλμα εν ώρα υπηρεσίας. Για να θεμελιωθεί αυτή η ευθύνη πρέπει η κλινική να έχει ουσιαστικό έλεγχο ή καθοδήγηση των όρων εργασίας του ιατρού (π.χ. να ορίζει το ωράριο, τον χώρο, τους κανόνες λειτουργίας). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να στραφεί τόσο κατά του ιατρού όσο και κατά της κλινικής που τον απασχολεί. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι περισσότερες ιδιωτικές κλινικές συνάπτουν συμβόλαια ασφάλισης αστικής ευθύνης για τέτοια περιστατικά, οπότε η αποζημίωση ενδέχεται τελικά να καταβληθεί από την ασφαλιστική εταιρεία της κλινικής.
- Ευθύνη δημοσίου νοσοκομείου (ιατροί Ε.Σ.Υ.): Διαφορετική είναι η διαδικασία όταν η αμέλεια φέρεται να έλαβε χώρα σε δημόσιο νοσοκομείο από ιατρό του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αξίωση του ασθενούς εγείρεται κατά του νοσοκομείου ή του Δημοσίου (που εποπτεύει το νοσοκομείο) και η υπόθεση εκδικάζεται στα Διοικητικά Δικαστήρια. Δηλαδή, ο ασθενής καταθέτει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον διοικητικού δικαστή (διοικητικό πρωτοδικείο) αντί για πολιτικό δικαστήριο, επειδή το νοσοκομείο θεωρείται δημόσιος φορέας. Ο ίδιος ο ιατρός του ΕΣΥ δεν είναι αυτοπροσώπως εναγόμενος στην διοικητική δίκη (εκτός αν έχει ενεργήσει με δόλο ή ιδιαίτερα βαριά αμέλεια). Ωστόσο, υπάρχει πρόβλεψη ότι αν το Δημόσιο καταβάλει αποζημίωση σε ασθενή, μπορεί στη συνέχεια να στραφεί κατά του ιατρού (δικαίωμα αναγωγής) αν αποδειχθεί ότι αυτός ενήργησε με δόλο ή βαρύτατη αμέλεια.
Απόδειξη Αμέλειας και Προϋποθέσεις Αγωγής
Για να επιτύχει μια αγωγή ιατρικής αμέλειας, ο ασθενής (ενάγων) πρέπει να αποδείξει συγκεκριμένα στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου. Βασικά προαπαιτούμενα για τη δικαστική τεκμηρίωση της ευθύνης είναι:
- Σχέση ιατρού-ασθενούς: Πρέπει να αποδειχθεί ότι ο γιατρός είχε αναλάβει τη φροντίδα του ασθενούς (π.χ. υπήρχε σύμβαση περίθαλψης ή επίσκεψη στο νοσοκομείο). Αυτό θεμελιώνει το λεγόμενο καθήκον επιμέλειας απέναντι στον συγκεκριμένο ασθενή.
- Παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας: Δηλαδή ότι ο γιατρός ενεργώντας ή παραλείποντας κάποια ενέργεια δεν τήρησε το απαιτούμενο επίπεδο προσοχής. Εδώ εξετάζεται αν η αντιμετώπιση του ασθενή απέκλινε από όσα θα έπραττε ένας μέσος συνετός και καταρτισμένος ιατρός στην ίδια ειδικότητα. Αν, για παράδειγμα, όλοι οι επαγγελματίες θα ζητούσαν μια συγκεκριμένη εξέταση σε παρόμοια συμπτώματα αλλά ο συγκεκριμένος ιατρός δεν το έκανε, αυτό συνιστά παράβαση καθήκοντος.
- Αιτιώδης συνάφεια: Πρέπει να υπάρχει σύνδεσμος αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ του λάθους (ή της παράλειψης) και της βλάβης που υπέστη ο ασθενής. Με άλλα λόγια, να αποδειχθεί ότι εξαιτίας του ιατρικού σφάλματος προκλήθηκε η ζημία. Αν η ζημία θα επερχόταν ούτως ή άλλως (π.χ. ο ασθενής είχε μη αναστρέψιμη ασθένεια), δεν στοιχειοθετείται αποζημίωση ή τουλάχιστον μειώνεται.
- Ζημία του ασθενούς: Τέλος, πρέπει να υφίσταται πραγματική βλάβη – είτε σωματική (π.χ. τραυματισμός, αναπηρία), είτε ψυχική (τραύμα, πόνος), είτε υλική (οικονομικές δαπάνες, απώλεια εισοδήματος). Χωρίς ζημία, δεν υφίσταται υποχρέωση αποζημίωσης ακόμη κι αν έγινε ιατρικό λάθος.
Η απόδειξη σε αυτές τις υποθέσεις δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συχνά απαιτείται πραγματογνωμοσύνη από ανεξάρτητους ειδικούς γιατρούς ή τεχνικούς συμβούλους, οι οποίοι θα γνωμοδοτήσουν αν όντως η παρεχόμενη φροντίδα απέκλινε των ιατρικών πρωτοκόλλων. Οι μαρτυρίες άλλων γιατρών, τα ιατρικά αρχεία και οι γνωματεύσεις διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο να σχηματιστεί εικόνα για το τι συνέβη και αν υπήρξε αμέλεια.
Προσοχή στις προθεσμίες: Ο νόμος ορίζει συγκεκριμένες παραγραφές για την άσκηση αξιώσεων. Η αστική αγωγή για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας παραγράφεται συνήθως σε 5 χρόνια από την ημέρα που ο ζημιωθείς έμαθε για τη ζημία και τον υπαίτιο (και πάντως το πολύ σε 20 χρόνια από την πράξη). Συνεπώς, ένας ασθενής που θεωρεί ότι υπέστη ζημία από ιατρική αμέλεια δεν πρέπει να καθυστερεί – αν «περάσει η προθεσμία (5ετία)», χάνει το δικαίωμα να αξιώσει αποζημίωση. Ένα συχνό λάθος των ασθενών είναι ότι περιμένουν πολύ είτε από δισταγμό είτε ελπίζοντας σε φιλικό διακανονισμό, με αποτέλεσμα να χάνουν τις νόμιμες προθεσμίες.
Διαδικασία Διεκδίκησης Αποζημίωσης (για Ασθενείς)
Εάν ένας ασθενής πιστεύει ότι έπεσε θύμα ιατρικού λάθους στην Ελλάδα, τα βασικά βήματα που πρέπει να ακολουθήσει για να διεκδικήσει αποζημίωση είναι τα εξής:
- Συλλογή στοιχείων και αποδείξεων: Πρώτα απ’ όλα, συγκεντρώστε όλο τον ιατρικό φάκελο και τα σχετικά έγγραφα: αποτελέσματα εξετάσεων, γνωματεύσεις, συνταγές, εξιτήρια, κλπ. Ζητήστε επίσημα αντίγραφα από το νοσοκομείο ή την κλινική (έχετε νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελό σας). Καταγράψτε επίσης μια χρονική σειρά των γεγονότων και τυχόν ονόματα μαρτύρων (π.χ. άλλοι γιατροί που συμβουλευτήκατε, νοσηλευτές που ήταν παρόντες).
- Νομική αξιολόγηση από δικηγόρο: Είναι φρόνιμο να απευθυνθείτε σε έναν εξειδικευμένο δικηγόρο σε υποθέσεις ιατρικής αμέλειας. Ο δικηγόρος θα μελετήσει τα στοιχεία, συχνά σε συνεργασία με ιατρικούς συμβούλους, και θα σας πει αν η υπόθεση έχει νομική βάση. Θα σας καθοδηγήσει επίσης αν είναι προτιμότερο να κινηθείτε αστικά (αγωγή) ή/και ποινικά (μήνυση), ανάλογα με τις περιστάσεις.
- Άσκηση αγωγής ή/και μήνυσης: Αν αποφασιστεί ότι υπάρχει υπόθεση, ο δικηγόρος σας θα συντάξει τα απαραίτητα δικόγραφα. Η αγωγή αποζημίωσης κατατίθεται: είτε στο αρμόδιο Πολιτικό Δικαστήριο (αν ο υπεύθυνος είναι ιδιώτης γιατρός ή ιδιωτική κλινική) είτε στο Διοικητικό Δικαστήριο (αν πρόκειται για περίπτωση σε δημόσιο νοσοκομείο με ιατρό ΕΣΥ). Παράλληλα ή εναλλακτικά, μπορεί να υποβληθεί μήνυση ώστε να κινηθεί και η ποινική διαδικασία εις βάρος του υπαίτιου.
- Εκδίκαση της υπόθεσης: Μετά την κατάθεση, ακολουθεί η προετοιμασία για το δικαστήριο. Θα οριστεί δικάσιμος όπου θα εξεταστούν όλα τα αποδεικτικά μέσα (συχνά περιλαμβάνονται και ιατροδικαστές ή πραγματογνώμονες που θα εξηγήσουν τα ιατρικά ζητήματα). Στην πορεία, δεν αποκλείεται να υπάρξει προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού – για παράδειγμα, μια ασφαλιστική εταιρεία νοσοκομείου μπορεί να προτείνει ένα ποσό αποζημίωσης. Εφόσον όμως δεν υπάρξει συμβιβασμός, το δικαστήριο θα αποφανθεί. Η απόφαση μπορεί είτε να απορρίψει την αγωγή (αν δεν αποδειχθεί η αμέλεια) είτε να την κάνει δεκτή και να υποχρεώσει τον εναγόμενο (γιατρό/κλινική/νοσοκομείο) σε καταβολή αποζημίωσης.
- Επιδίκαση Αποζημίωσης: Αν ο ασθενής δικαιωθεί, το δικαστήριο θα καθορίσει το ποσό της αποζημίωσης. Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει: ιατρικά και νοσηλευτικά έξοδα, έξοδα μελλοντικής αποκατάστασης (π.χ. φυσικοθεραπείες), απώλεια εισοδήματος αν ο ασθενής έχασε δουλειά ή μεροκάματα, έξοδα φροντίδας, και βεβαίως ένα ποσό για την ηθική βλάβη που υπέστη. Σε περιπτώσεις θανάτου, οι συγγενείς δικαιούνται ξεχωριστή αποζημίωση για ψυχική οδύνη. Τα ελληνικά δικαστήρια τα τελευταία χρόνια δεν διστάζουν να επιδικάσουν και υψηλές αποζημιώσεις για ηθική βλάβη όταν το περιστατικό είναι σοβαρό.
- Μετά την απόφαση: Η απόφαση του δικαστηρίου, αν τελεσιδικήσει, εκτελείται αναγκαστικά (εάν ο υπόχρεος δεν πληρώσει οικειοθελώς, λαμβάνονται μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης π.χ. κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων). Σημειωτέον ότι αν διεξάγεται παράλληλα ποινική υπόθεση, το αποτέλεσμά της μπορεί να επηρεάσει (αλλά δεν δεσμεύει απόλυτα) το αστικό δικαστήριο. Επίσης, ένας ιατρός που καταδικάστηκε ποινικά θα αντιμετωπίσει πιθανώς και πειθαρχικές κυρώσεις (αν δεν έχουν ήδη επιβληθεί).
Συχνά λάθη που πρέπει να αποφεύγουν οι ασθενείς: Πέρα από την προθεσμία που ήδη αναφέραμε, πολλά θύματα ιατρικής αμέλειας διστάζουν να κινηθούν νομικά είτε από φόβο είτε από αβεβαιότητα. Άλλο συχνό σφάλμα είναι ότι δεν φροντίζουν να λάβουν αντίγραφα του ιατρικού τους φακέλου άμεσα – κάτι που μπορεί αργότερα να δυσκολέψει τη συλλογή αποδείξεων. Είναι δικαίωμά σας να ζητάτε το φάκελο και τις εξετάσεις σας. Τέλος, μην βασίζεστε μόνο στη δική σας κρίση για το αν υπάρχει υπόθεση· η συμβουλή ειδικού νομικού και ιατρικού συμβούλου είναι κρίσιμη πριν αποφασίσετε αν θα προχωρήσετε.
Υπεράσπιση σε Αγωγές Ιατρικής Αμέλειας (για Επαγγελματίες Υγείας)
Το άλλο σκέλος του θέματος αφορά τους γιατρούς και λοιπούς επαγγελματίες υγείας που βρίσκονται αντιμέτωποι με κατηγορία ή αγωγή για ιατρικό σφάλμα. Η εμπλοκή σε μια τέτοια υπόθεση είναι σοβαρή υπόθεση και μπορεί να απειλήσει όχι μόνο την οικονομική κατάσταση ενός ιατρού αλλά και τη φήμη και την καριέρα του. Ακολουθούν ορισμένες βασικές αρχές και συμβουλές για την υπεράσπιση:
- Άμεση επικοινωνία με νομικό σύμβουλο: Μόλις ένας γιατρός ενημερωθεί ότι υπάρχει καταγγελία ή αγωγή εναντίον του, πρέπει αμέσως να συμβουλευτεί δικηγόρο με εμπειρία στο ιατρικό δίκαιο. Ο δικηγόρος θα τον καθοδηγήσει στις ενέργειες υπεράσπισης και θα αναλάβει την εκπροσώπησή του στο δικαστήριο. Επίσης, αν ο γιατρός διαθέτει ασφαλιστήριο επαγγελματικής αστικής ευθύνης, θα πρέπει να ειδοποιήσει εγκαίρως και την ασφαλιστική εταιρεία, η οποία συχνά καλύπτει τα δικαστικά έξοδα και τυχόν ποσά αποζημίωσης (ανάλογα με το συμβόλαιο).
- Συλλογή και διατήρηση αρχείων: Ο γιατρός πρέπει να συγκεντρώσει όλα τα ιατρικά αρχεία, σημειώσεις και τεκμήρια της υπόθεσης. Ο πλήρης ιατρικός φάκελος του ασθενούς (όπως συντάχθηκε από τον ίδιο τον γιατρό ή το νοσοκομείο) είναι η κύρια απόδειξη των ενεργειών του. Είναι σημαντικό να τεκμηριώσει ότι ακολούθησε τα ενδεδειγμένα πρωτόκολλα (π.χ. τί εξέταση παρήγγειλε, τι θεραπεία πρότεινε, ποια ήταν η κατάσταση του ασθενούς σε κάθε φάση). Αν ο γιατρός τήρησε τα ιατρικά πρωτόκολλα και ενήργησε σύμφωνα με την επιστημονική γνώση, αυτό θα αποτελέσει τη βάση της υπεράσπισής του.
- Παρουσίαση εμπειρογνωμόνων: Όπως ο ασθενής μπορεί να φέρει πραγματογνώμονες, έτσι και η υπεράσπιση του γιατρού συχνά θα συμπεριλάβει ανεξάρτητους ιατρούς-πραγματογνώμονες που θα καταθέσουν υπέρ του. Αυτοί μπορούν να εξηγήσουν στο δικαστήριο ότι η αντιμετώπιση του περιστατικού ήταν σύμφωνη με τα ιατρικώς αποδεκτά ή ότι η επιπλοκή που συνέβη ήταν μια γνωστή επιπλοκή και όχι αποτέλεσμα αμέλειας.
- Ποινική υπεράσπιση: Σε περίπτωση ποινικής δίωξης, ο κατηγορούμενος ιατρός πρέπει να θυμάται ότι έχει όλα τα δικαιώματα ενός κατηγορουμένου, συμπεριλαμβανομένου του τεκμηρίου αθωότητας μέχρις ότου αποδειχθεί το αντίθετο. Ο δικηγόρος του θα προβάλλει τυχόν αμφιβολίες (in dubio pro reo) και θα επιχειρήσει να αποδείξει ότι δεν στοιχειοθετείται αδίκημα (π.χ. έλλειψη αντικειμενικής υπόστασης αν δεν υπήρξε αμελής πράξη, ή έλλειψη αιτιώδους συνάφειας). Σε αρκετές περιπτώσεις, οι μηνύσεις για ιατρική αμέλεια καταλήγουν σε απαλλαγή του γιατρού λόγω αμφιβολιών ή επειδή το δικαστήριο πείθεται ότι ο γιατρός ενήργησε όπως όφειλε. Ωστόσο, κάθε υπόθεση είναι μοναδική και πρέπει να αντιμετωπίζεται σοβαρά.
- Επαγγελματική φήμη και καριέρα: Ένα διακύβευμα πέρα από την τυχόν αποζημίωση ή ποινή είναι η υπόληψη του γιατρού. Μια καταδικαστική απόφαση (ιδίως ποινική) μπορεί να πλήξει το κύρος του και να δυσκολέψει το μέλλον της επαγγελματικής του δραστηριότητας. Γι’ αυτό, οι γιατροί συχνά ανησυχούν ιδιαίτερα για τις κατηγορίες αυτές. Στην Ελλάδα, έχει παρατηρηθεί ότι πολλοί γιατροί καταφεύγουν σε “αμυντική ιατρική” – δηλαδή ζητούν υπερβολικά πολλές εξετάσεις ή παραπέμπουν περιστατικά σε νοσηλεία, κυρίως από φόβο μήπως κατηγορηθούν ότι παρέλειψαν κάτι. Αυτή η τάση, παρότι κατανοητή από ανθρώπινη άποψη, επιβαρύνει το σύστημα υγείας και δεν είναι πάντα προς όφελος των ασθενών. Το ιδανικό είναι να υπάρχει ισορροπία: οι ιατροί να ασκούν το επάγγελμά τους με αυτοπεποίθηση αλλά και με ευσυνειδησία, γνωρίζοντας ότι αν τηρούν τους κανόνες δεοντολογίας μειώνεται ο κίνδυνος να ευθύνονται.
Συνοψίζοντας, ένας επαγγελματίας υγείας που εμπλέκεται σε υπόθεση ιατρικής αμέλειας πρέπει να κινηθεί ψύχραιμα αλλά αποφασιστικά: να λάβει νομική υποστήριξη, να συνεργαστεί στη διερεύνηση της υπόθεσης και να υπερασπιστεί τεκμηριωμένα τις πράξεις του. Επίσης, να συμμορφωθεί με τυχόν αποφάσεις (π.χ. να καταβάλει αποζημίωση αν έτσι επιδικαστεί, ώστε να δείξει καλή πίστη και να αποφύγει περαιτέρω νομικά προβλήματα).
Ο Ρόλος του Εξειδικευμένου Δικηγόρου
Είτε βρίσκεστε στην πλευρά του ασθενή που ζητά δικαίωση είτε στην πλευρά του γιατρού που κατηγορείται άδικα, η συμβολή ενός έμπειρου δικηγόρου είναι ανεκτίμητη. Οι υποθέσεις αυτές συνδυάζουν νομικές και ιατρικές γνώσεις και μπορεί να γίνουν πολύπλοκες. Ένας εξειδικευμένος δικηγόρος μπορεί:
- Να εκτιμήσει ρεαλιστικά την υπόθεση και να σας πει αν υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας ή υπεράσπισης.
- Να συγκεντρώσει και να οργανώσει τα αποδεικτικά στοιχεία, δουλεύοντας ενδεχομένως με ιατροδικαστές και τεχνικούς συμβούλους, ώστε να τεκμηριώσει την αμέλεια ή, αντίθετα, τη σωστή τήρηση του πρωτοκόλλου.
- Να αναλάβει τις απαραίτητες νομικές ενέργειες: από τη σύνταξη δικογράφων (αγωγών, μηνύσεων, υπομνημάτων) μέχρι την εκπροσώπηση στο δικαστήριο, κάνοντας τις σωστές νομικές κινήσεις την κατάλληλη στιγμή.
- Να διαπραγματευτεί εξωδικαστικά με την άλλη πλευρά ή με ασφαλιστικές εταιρείες για έναν συμβιβασμό, αν αυτό συμφέρει τον πελάτη. Πολλές υποθέσεις μπορεί να λυθούν χωρίς πολυετείς δίκες, αν υπάρξει μια δίκαιη πρόταση αποζημίωσης.
- Να διασφαλίσει ότι ο πελάτης (ασθενής ή ιατρός) κατανοεί τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του σε κάθε στάδιο και να τον συμβουλεύει στρατηγικά. Συχνά, η σωστή νομική καθοδήγηση κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη δικαίωση και την ατιμωρησία.
Είναι σημαντικό να επιλέξετε δικηγόρο με εμπειρία στις ιατρικές υποθέσεις και με κατανόηση του ιατρικού αντικειμένου. Ένας τέτοιος επαγγελματίας θα γνωρίζει τη νομολογία (προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις) και τις τακτικές που ακολουθούνται σε παρόμοιες δίκες. Επίσης, θα αποφύγει λάθη διαδικαστικά που θα μπορούσαν να κοστίσουν (π.χ. να χαθεί κάποια προθεσμία ή να μην ζητηθεί εγκαίρως μια πραγματογνωμοσύνη).
Συμπέρασμα
Η ιατρική αμέλεια στην Ελλάδα είναι ένα πολυδιάστατο θέμα με νομικές, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Από τη μια πλευρά, οι ασθενείς έχουν δικαίωμα να διεκδικήσουν δικαιοσύνη όταν υφίστανται ζημιά από ιατρικό λάθος – αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομική τους αποκατάσταση, αλλά και την αρχή ότι η ιατρική πρέπει να ασκείται με υπευθυνότητα. Από την άλλη, και οι ιατροί χρειάζονται προστασία από καταχρηστικές ή αβάσιμες διώξεις, ώστε να μπορούν να επιτελούν το έργο τους χωρίς συνεχές φόβο. Η ευθύνη των γιατρών πρέπει να συμβαδίζει με τον σεβασμό στα δικαιώματα των ασθενών, αλλά και με την αναγκαία θωράκιση των επαγγελματιών υγείας απέναντι σε ανυπόστατες κατηγορίες.
Για όποιον λοιπόν βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη θέση – είτε ως ασθενής που σκέφτεται να κάνει αγωγή είτε ως γιατρός που πρέπει να αμυνθεί – το κλειδί είναι η έγκαιρη και υπεύθυνη δράση. Ενημερωθείτε για τα δικαιώματά σας, συμβουλευτείτε ειδικούς και κινηθείτε νομικά με προσοχή. Με τη σωστή νομική καθοδήγηση, μπορείτε να αυξήσετε τις πιθανότητες για μια δίκαιη έκβαση: την απόδοση ευθυνών όπου υπάρχουν ή την απαλλαγή όταν δεν συντρέχει πραγματική αμέλεια. Σε κάθε περίπτωση, η διαφάνεια και η δικαιοσύνη στο χώρο της υγείας είναι προς όφελος όλων μας.
Σεβαστείτε τις προθεσμίες, τα δικαιώματά σας και τις υποχρεώσεις σας, και μη διστάσετε να ζητήσετε βοήθεια από εξειδικευμένους νομικούς συμβούλους. Η σωστή νομική υποστήριξη μπορεί να κάνει τη διαφορά μεταξύ δικαίωσης και ατιμωρησίας σε αυτό το πολύ απαιτητικό πεδίο.
Για οποιοδήποτε ζήτημα σχετίζεται με ιατρική αμέλεια, ευθύνη ιατρού ή αποζημίωση από νοσοκομείο ή κλινική, μπορείτε να επικοινωνήσετε με τη Δικηγορική Εταιρεία Καρπούζης – Λιανού & Συνεργάτες. Η ομάδα μας διαθέτει εξειδικευμένη εμπειρία σε υποθέσεις ιατρικού δικαίου, αστικής και ποινικής ευθύνης ιατρών, καθώς και στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για ασθενείς και οικογένειες που έχουν υποστεί βλάβη. Προσεγγίζουμε κάθε υπόθεση με επιστημονική ακρίβεια, διακριτικότητα και σεβασμό, αναλαμβάνοντας πλήρως τη νομική καθοδήγηση και εκπροσώπηση σε όλη την Ελλάδα.


No comment