Υιοθεσία Ανηλίκου στην Ελλάδα – Νομικές Προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα

Υιοθεσία Ανηλίκου στην Ελλάδα – Νομικές Προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα

 

Εισαγωγή: Η υιοθεσία ανηλίκου είναι μια νομική διαδικασία με την οποία ένα παιδί (υιοθετούμενος) αποκόπτεται νομικά από τη φυσική του οικογένεια και εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια των θετών γονέων. Στην Ελλάδα, ο θεσμός της υιοθεσίας διέπεται από τον Αστικό Κώδικα (ΑΚ), στα άρθρα 1542–1588. Σύμφωνα με το άρθρο 1542 ΑΚ, η υιοθεσία επιτρέπεται μόνο όταν ο υιοθετούμενος είναι ανήλικος, με μόνη εξαίρεση ειδικές περιπτώσεις υιοθεσίας ενηλίκων (άρθρο 1579 ΑΚ). Επιπλέον, η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου, δηλαδή να εξυπηρετεί πρωτίστως το καλό του παιδιού. Ακολουθεί μια αναλυτική παρουσίαση των νομικών προϋποθέσεων και της διαδικασίας υιοθεσίας ανηλίκου, όπως προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα, με ακριβείς αναφορές στα σχετικά άρθρα.

Προϋποθέσεις για τους Θετούς Γονείς (Υιοθετούντες)

Ο νόμος θέτει συγκεκριμένα κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι θετοί γονείς (αυτοί που επιθυμούν να υιοθετήσουν):

  • Ικανότητα για δικαιοπραξία: Ο υποψήφιος θετός γονέας πρέπει να είναι πλήρως ικανός για δικαιοπραξία (ενήλικος και νομικά ικανός να συνάπτει έγκυρες δικαιοπραξίες). Επομένως, αν κάποιος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση που περιορίζει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα, δεν μπορεί να υιοθετήσει.
  • Όριο ηλικίας θετού γονέα: Ο υιοθετών πρέπει να έχει συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του και να μην έχει υπερβεί το 60ό έτος (άρθρο 1543 ΑΚ). Δηλαδή, επιτρέπεται η υιοθεσία από άτομα ηλικίας 30 έως 60 ετών. Εξαίρεση από το κατώτατο όριο ηλικίας (30 έτη) υπάρχει στην περίπτωση που ο υποψήφιος θετός γονέας είναι ο σύζυγος του φυσικού γονέα του παιδιού – τότε το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την υιοθεσία ακόμη κι αν ο θετός γονέας είναι κάτω των 30 (βλ. άρθρο 1544 παρ. 3). Σημειωτέον ότι για υιοθεσία ενηλίκων (άρθρο 1579 ΑΚ) προβλέπονται διαφορετικά ηλικιακά όρια, όμως εδώ εξετάζουμε αποκλειστικά την υιοθεσία ανηλίκων.
  • Διαφορά ηλικίας με το παιδί: Ο θετός γονέας πρέπει να είναι τουλάχιστον 18 χρόνια μεγαλύτερος από τον ανήλικο που πρόκειται να υιοθετήσει, και το πολύ έως 50 χρόνια μεγαλύτερος (άρθρο 1544 ΑΚ). Αυτό το πλαίσιο διαφοράς ηλικίας (minimum και maximum διαφορά) έχει τεθεί για να διασφαλιστεί ότι ο θετός γονέας βρίσκεται σε κατάλληλη ηλικιακή σχέση με το παιδί (ούτε πολύ νέος, ούτε υπέργηρος σε σχέση με το παιδί). Εξαιρέσεις: (α) Ο περιορισμός του ανώτατου ορίου διαφοράς (50 χρόνια) δεν ισχύει όταν πρόκειται για υιοθεσία από κοινού των δύο συζύγων – στην περίπτωση αυτή αρκεί ο ένας από τους δύο να μην υπερβαίνει το όριο (βλ. άρθρο 1545 παρ. 2 ΑΚ). (β) Εάν πρόκειται για υιοθεσία τέκνου του συζύγου (δηλαδή ο ένας σύζυγος υιοθετεί το φυσικό παιδί του άλλου, π.χ. σε δεύτερο γάμο) ή αν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την υιοθεσία και με μικρότερη διαφορά ηλικίας, με την προϋπόθεση όμως ότι η διαφορά θα παραμένει τουλάχιστον 15 έτη (άρθρο 1544 παρ. 3).
  • Υιοθεσία από έγγαμους και συναίνεση συζύγου: Εάν ο υποψήφιος θετός γονέας είναι έγγαμος, απαιτείται η συναίνεση του/της συζύγου του για να προχωρήσει η υιοθεσία (άρθρο 1546 ΑΚ). Η συναίνεση αυτή δίδεται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο κατά τη διαδικασία. Αν ο σύζυγος του υποψήφιου θετού γονέα δεν μπορεί να παρασταθεί (π.χ. βρίσκεται στο εξωτερικό), μπορεί να δώσει τη συναίνεσή του ενώπιον συμβολαιογράφου, η οποία υποβάλλεται στο δικαστήριο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν η παροχή της συναίνεσης αυτής είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους ή αν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση και εκκρεμεί αγωγή διαζυγίου, το δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την υιοθεσία χωρίς τη συναίνεση του συζύγου (άρθρο 1546).
  • Υιοθεσία από κοινού (ζεύγος συζύγων): Σύμφωνα με το νόμο, μόνο συζύγοι μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού το ίδιο παιδί. Δεν επιτρέπεται κοινή υιοθεσία από δύο άτομα που δεν είναι μεταξύ τους έγγαμα. Στην περίπτωση ζεύγους, όπως αναφέρθηκε, ο ένας εκ των δύο συζύγων αρκεί να πληροί τα ηλικιακά όρια των άρθρων 1543–1544 (αρκεί δηλαδή ο ένας να είναι 30–60 ετών και εντός των ορίων διαφοράς ηλικίας με το παιδί) – δεν απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά σε αμφότερους (άρθρο 1545 παρ. 2).

 

Λοιποί Περιορισμοί και Προϋποθέσεις Υιοθεσίας

Ο Αστικός Κώδικας θέτει και κάποιους επιπλέον κανόνες για την αποφυγή νομικών προβλημάτων ή συγκρούσεων γύρω από την υιοθεσία ανηλίκων:

  • Ένας θετός γονέας κάθε φορά: Δεν επιτρέπεται ένας ανήλικος να υιοθετηθεί ταυτόχρονα από περισσότερους του ενός θετούς γονείς, εκτός αν πρόκειται για σύζυγους που υιοθετούν από κοινού (άρθρο 1545 παρ. 1 εδ. α’). Δηλαδή, ένα παιδί δεν μπορεί να έχει δύο ξεχωριστούς θετούς γονείς που δεν είναι μεταξύ τους παντρεμένοι.
  • Μοναδικότητα υιοθεσίας: Επίσης, δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί πρόσωπο που ήδη έχει υιοθετηθεί από άλλον και η υιοθεσία αυτή βρίσκεται σε ισχύ (άρθρο 1545 παρ. 1 εδ. β’). Αυτό σημαίνει ότι δεύτερη υιοθεσία του ίδιου παιδιού δεν μπορεί να γίνει όσο διαρκεί η πρώτη υιοθεσία. Εξαίρεση: αν ένας σύζυγος έχει ήδη υιοθετήσει ένα παιδί μόνος του, ο άλλος σύζυγος μπορεί μεταγενέστερα να το υιοθετήσει επίσης (διαδοχική υιοθεσία από το σύζυγο του αρχικού θετού γονέα). Αυτή η περίπτωση θεωρείται επέκταση της αρχικής υιοθεσίας στο έγγαμο ζεύγος και επιτρέπεται ρητά (άρθρο 1545 παρ. 1).
  • Πολλαπλές υιοθεσίες από τον ίδιο γονέα: Ο νόμος επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να υιοθετήσει περισσότερα του ενός παιδιά. Η υιοθεσία μπορεί να αφορά περισσότερους ανηλίκους είτε με μία ενιαία δικαστική απόφαση είτε διαδοχικά με ξεχωριστές διαδικασίες (άρθρο 1547 ΑΚ). Δεν υπάρχει αριθμητικός περιορισμός ως προς τα πόσα παιδιά μπορεί να υιοθετήσει κάποιος, εφόσον φυσικά πληρούνται κάθε φορά οι νόμιμες προϋποθέσεις και κρίνεται ότι εξυπηρετείται το συμφέρον των παιδιών.
  • Απαγόρευση αιρέσεων ή προθεσμιών: Η υιοθεσία δεν μπορεί να τεθεί υπό αίρεση ή προθεσμία. Δηλαδή, δεν νοείται «υιοθεσία με όρους» ή προσωρινή υιοθεσία – κάθε υιοθεσία είναι οριστική και ανεπίτρεπτο να εξαρτάται από μελλοντικό γεγονός (άρθρο 1548 ΑΚ).

 

Διαδικασία Υιοθεσίας Ανηλίκου: Αίτηση και Δικαστική Απόφαση

Η υιοθεσία ανηλίκου ολοκληρώνεται μόνον με δικαστική απόφαση (άρθρο 1549 ΑΚ). Η διαδικασία ξεκινάει με αίτηση (αγωγή) του υποψήφιου θετού γονέα στο αρμόδιο δικαστήριο. Το δικαστήριο εξετάζει αν πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις και αν η υιοθεσία θα εξυπηρετήσει το συμφέρον του παιδιού.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης στο δικαστήριο, πρέπει να παρασταθούν και να δώσουν συναίνεση όλα τα πρόσωπα των οποίων η σύμφωνη γνώμη απαιτείται από το νόμο. Συγκεκριμένα, η συναίνεσή τους ενώπιον του δικαστηρίου πρέπει να δώσουν:

  • Ο υποψήφιος θετός γονέας, δηλαδή αυτός που αιτείται να υιοθετήσει (άρθρο 1549 εδ. β’ ΑΚ). Η παρουσία του στο δικαστήριο και η ρητή δήλωση ότι επιθυμεί να υιοθετήσει το συγκεκριμένο παιδί είναι απαραίτητες προκειμένου να εκδοθεί απόφαση υιοθεσίας.
  • Ο/Η σύζυγος του θετού γονέα, εφόσον ο υιοθετών είναι έγγαμος (άρθρο 1546 ΑΚ). Όπως αναφέρθηκε, χωρίς τη συναίνεση αυτή η διαδικασία δεν προχωρά, εκτός αν το δικαστήριο τη θεωρήσει ανέφικτη ή περιττή για σοβαρό λόγο.
  • Οι φυσικοί γονείς του ανηλίκου που πρόκειται να υιοθετηθεί ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του: Κατά το άρθρο 1550 ΑΚ, για να προχωρήσει η υιοθεσία απαιτείται η συναίνεση των γονέων του παιδιού ενώπιον του δικαστηρίου. Εάν ο ένας γονέας έχει εκπέσει από τη γονική μέριμνα (σύμφωνα με το άρθρο 1537 ΑΚ) ή βρίσκεται σε δικαστική συμπαράσταση που του αφαιρεί την ικανότητα να συναινέσει, αρκεί η συναίνεση του άλλου γονέα. Αν το παιδί δεν έχει γονείς (π.χ. ορφανό) ή οι γονείς του είναι άγνωστοι, τότε τη συναίνεση δίνει ο επίτροπος (κηδεμόνας) του παιδιού, με άδεια του εποπτικού συμβουλίου (δηλ. με άδεια από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή δικαστική αρχή που επιβλέπει την επιτροπεία).
  • Το ίδιο το ανήλικο τέκνο (υιοθετούμενος), εφόσον έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του (άρθρο 1555 ΑΚ). Σε περίπτωση που το παιδί είναι 12 ετών και άνω, πρέπει και εκείνο να συναινέσει αυτοπροσώπως στο δικαστήριο ότι επιθυμεί να υιοθετηθεί από τον συγκεκριμένο θετό γονέα. Αν το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που καθιστά αδύνατη τη δημιουργία αντίστοιχης βούλησης, μπορεί να παραλειφθεί η συναίνεσή του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και για μικρότερα παιδιά κάτω των 12, το δικαστήριο οφείλει να ακούσει τη γνώμη του παιδιού ανάλογα με την ωριμότητά του (άρθρο 1555 εδ. β’), ώστε να λάβει υπόψη τις επιθυμίες και αισθήματά του.

Εκτός από τα παραπάνω βασικά πρόσωπα, ο νόμος προβλέπει και την ακρόαση ορισμένων άλλων προσώπων ως μέρος της διαδικασίας: Αν ο θετός γονέας έχει ήδη άλλα παιδιά, το δικαστήριο οφείλει να ακούσει και τη δική τους γνώμη (άρθρο 1556 ΑΚ), ανάλογα με την ηλικία και την ωριμότητά τους, δεδομένου ότι η υιοθεσία θα αλλάξει τη σύνθεση της οικογένειας και αφορά άμεσα και τα τυχόν βιολογικά ή ήδη θετά τέκνα του υιοθετούντος. Επίσης, σε ειδικές περιπτώσεις που η συναίνεση των φυσικών γονέων δεν υπάρχει (βλ. παρακάτω), το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει να ακούσει και τους πλησιέστερους συγγενείς του παιδιού, εφόσον αυτό είναι εφικτό (άρθρο 1553 ΑΚ). Η ακρόαση συγγενών εφαρμόζεται κυρίως όταν οι γονείς αδυνατούν να συναινέσουν και εξετάζεται η λύση της υιοθεσίας χωρίς αυτούς – η γνώμη των στενών συγγενών (π.χ. παππούδων, ενηλίκων αδελφών του παιδιού κλπ.) μπορεί να φανεί χρήσιμη στο δικαστήριο πριν αποφασίσει.

 

Χρόνος και Τρόπος Χορήγησης της Συναίνεσης των Γονέων

Η συναίνεση των βιολογικών γονέων έχει ορισμένες δικές της δικλείδες ασφαλείας στον νόμο. Πρώτον, δεν επιτρέπεται οι γονείς να δώσουν συναίνεση για υιοθεσία πριν παρέλθουν τουλάχιστον 3 μήνες από τη γέννηση του παιδιού (άρθρο 1551 ΑΚ). Αυτή η διάταξη υπάρχει για να αποτρέψει αποφάσεις εν θερμώ αμέσως μετά τον τοκετό – οι γονείς πρέπει να έχουν ένα ελάχιστο χρονικό περιθώριο πριν αποφασίσουν να συναινέσουν σε υιοθεσία, ώστε η απόφασή τους να είναι πιο ώριμη.

Δεύτερον, η συναίνεση των γονέων (ή του επιτρόπου) δίδεται αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αίτησης υιοθεσίας. Σε περίπτωση όμως που το παιδί βρίσκεται υπό την προστασία κάποιας αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας ή αναγνωρισμένου οργανισμού (π.χ. σε ίδρυμα ή δομή φιλοξενίας) και οι βιολογικοί γονείς/επίτροπος συναινούν στην υιοθεσία, η συναίνεσή τους αυτή θεωρείται έγκυρη ακόμη και αν δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο υποψήφιος θετός γονέας (άρθρο 1550 παρ. 2 ΑΚ). Δηλαδή, ο νόμος επιτρέπει τη λεγόμενη «ανώνυμη συναίνεση» μέσω υπηρεσίας: οι γονείς μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους να υιοθετηθεί το παιδί τους, εμπιστευόμενοι την κοινωνική υπηρεσία να επιλέξει κατάλληλους θετούς γονείς, χωρίς να ταυτοποιήσουν οι ίδιοι τους θετούς γονείς. Αυτό διευκολύνει την προστασία του απορρήτου και την διαδικασία τοποθέτησης του παιδιού.

Τρίτον, οι γονείς ή ο επίτροπος μπορούν, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις, να δώσουν γενική προέγκριση/εξουσιοδότηση για μελλοντική υιοθεσία (άρθρο 1554 ΑΚ). Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι ενώπιον του δικαστηρίου μπορούν να δηλώσουν ότι παρέχουν στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση που φροντίζει το παιδί γενική εξουσιοδότηση να κινήσει τη διαδικασία υιοθεσίας του παιδιού από κατάλληλους θετούς γονείς της επιλογής της. Ουσιαστικά πρόκειται για μια εκ των προτέρων συναίνεση των βιολογικών γονέων ότι το παιδί μπορεί να δοθεί για υιοθεσία, χωρίς να απαιτηθεί νέα εμφάνισή τους όταν βρεθούν οι θετοί γονείς. Αυτή η γενική συναίνεση μπορεί όμως να ανακληθεί με νέα δήλωση στο δικαστήριο, αρκεί η ανάκληση να γνωστοποιηθεί στην υπηρεσία προτού εκείνη καταθέσει την αίτηση υιοθεσίας στο δικαστήριο. Με άλλα λόγια, οι φυσικοί γονείς έχουν δικαίωμα να αλλάξουν γνώμη μετά από μια γενική εξουσιοδότηση, αλλά όχι όταν η υιοθεσία έχει ήδη μπει στην τελική ευθεία (κατάθεση αίτησης στο δικαστήριο).

 

Δικαστική Αναπλήρωση Συναίνεσης Γονέων (άρθρο 1552 ΑΚ)

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι βιολογικοί γονείς δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δώσουν τη συναίνεσή τους για την υιοθεσία, παρότι αυτή κρίνεται απαραίτητη για το παιδί. Το άρθρο 1552 ΑΚ προβλέπει ρητά ότι η συναίνεση των γονέων μπορεί να υποκατασταθεί με απόφαση του δικαστηρίου (δηλαδή το δικαστήριο να προχωρήσει στην υιοθεσία χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων), μόνο όμως αν συντρέχει μία από τις εξής περιπτώσεις:

  • Άγνωστοι ή εγκαταλελειμμένοι γονείς: Οι γονείς του παιδιού είναι άγνωστοι, ή το τέκνο έχει βρεθεί έκθετο (εγκαταλελειμμένο χωρίς γνωστούς γονείς).
  • Γονική ανικανότητα: Και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη γονική μέριμνα του παιδιού (π.χ. τους αφαιρέθηκε δικαστικά η επιμέλεια λόγω κακομεταχείρισης, άρθρο 1537 ΑΚ) ή βρίσκονται σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης (λόγω ψυχικής ασθένειας, αναπηρίας κλπ.) που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν σε υιοθεσία. Δηλαδή, οι γονείς νομικά δεν μπορούν να αποφασίσουν.
  • Άγνωστη διαμονή γονέων: Οι γονείς έχουν εγκαταλείψει το παιδί ή δεν είναι γνωστό πού βρίσκονται (αγνώστου διαμονής), οπότε είναι αδύνατον να ληφθεί η συναίνεσή τους.
  • Αδικαιολόγητη άρνηση σε ιδρυματική περίπτωση: Το παιδί βρίσκεται ήδη υπό την προστασία κάποιας αναγνωρισμένης κοινωνικής οργάνωσης (π.χ. ίδρυμα, δομή φιλοξενίας) και στους γονείς έχει αφαιρεθεί η επιμέλεια του παιδιού (βάσει των άρθρων 1532 και 1533 ΑΚ, λόγω επικίνδυνης ή αμελούς συμπεριφοράς). Αν σε αυτή την περίπτωση οι βιολογικοί γονείς αρνούνται χωρίς βάσιμο λόγο να συναινέσουν στην υιοθεσία, το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει παρά την άρνησή τους. Εν ολίγοις, όταν οι γονείς έχουν ήδη κριθεί ακατάλληλοι και το παιδί είναι σε φορέα φροντίδας, δεν μπορούν να μπλοκάρουν καταχρηστικά την υιοθεσία.
  • Παιδί σε ανάδοχη οικογένεια με σκοπό υιοθεσίας: Αν το παιδί έχει παραδοθεί από τους γονείς με τη συναίνεσή τους σε μια οικογένεια για ανατροφή με σκοπό την υιοθεσία (π.χ. ανάδοχη φροντίδα) και έχει παραμείνει σε αυτήν την οικογένεια για τουλάχιστον ένα έτος, αλλά στη συνέχεια οι βιολογικοί γονείς μεταστραφούν και αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν, το δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στην υιοθεσία παρά την αλλαγή στάσης των γονέων. Εδώ προστατεύεται το παιδί που έχει ήδη δεσμούς με την υποψήφια θετή οικογένεια μετά από σημαντικό χρονικό διάστημα.

Επιπλέον, αν το παιδί είναι υπό επιτροπεία (κηδεμονία) από κοινωνική οργάνωση και ο επίτροπος αρνείται αδικαιολόγητα να δώσει συναίνεση στην υιοθεσία, το δικαστήριο μπορεί να αντικαταστήσει και τη συναίνεση του επιτρόπου (άρθρο 1552 παρ. 2).

Στις παραπάνω περιπτώσεις, όπου το δικαστήριο εξετάζει να προχωρήσει χωρίς τη συγκατάθεση των γονέων ή του επιτρόπου, λαμβάνει υποχρεωτικά υπόψη του και τη γνώμη των πλησιέστερων συγγενών του παιδιού (άρθρο 1553 ΑΚ), εφόσον αυτοί είναι γνωστοί και μπορούν να εντοπιστούν. Η ακρόαση των συγγενών (π.χ. γιαγιάδες, παππούδες) βοηθά το δικαστήριο να σχηματίσει πληρέστερη εικόνα για το συμφέρον του παιδιού και για το κατά πόσο υπάρχουν ενδεχομένως άλλες λύσεις εντός της οικογένειας.

 

Κοινωνική Έρευνα και Απόφαση του Δικαστηρίου

Πριν το δικαστήριο εκδώσει απόφαση για υιοθεσία, διενεργείται κοινωνική έρευνα από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή άλλο εξειδικευμένο στις υιοθεσίες φορέα (άρθρο 1557 ΑΚ). Η υπηρεσία αυτή (κοινωνικός λειτουργός) εξετάζει ενδελεχώς την κατάσταση: το περιβάλλον, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των υποψηφίων θετών γονέων, την υγεία τους, την οικογενειακή τους σταθερότητα, τους λόγους που επιθυμούν να υιοθετήσουν, τη σχέση που ενδεχομένως έχουν αναπτύξει ήδη με το παιδί (αν έχει προηγηθεί αναδοχή), καθώς και το ιστορικό και τις ανάγκες του ίδιου του παιδιού. Στη συνέχεια συντάσσει έκθεση κοινωνικής έρευνας, η οποία κατατίθεται στο δικαστήριο και αξιολογείται από τον δικαστή. Η έκθεση αυτή θα πρέπει να τεκμηριώνει εάν η συγκεκριμένη υιοθεσία προάγει το συμφέρον του ανηλίκου.

Έκδοση δικαστικής απόφασης: Το δικαστήριο, αφού βεβαιωθεί ότι συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις (όλες οι απαιτούμενες συναινέσεις έχουν δοθεί ή νόμιμα αναπληρωθεί, έχουν τηρηθεί τα ηλικιακά όρια, κ.λπ.) και αφού σταθμίσει όλα τα στοιχεία – συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής έκθεσης – κρίνει εάν η υιοθεσία θα ωφελήσει το παιδί. Εφόσον καταλήξει ότι η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του υιοθετουμένου, προχωρεί στην έκδοση απόφασης που κηρύσσει την υιοθεσία (άρθρο 1558 ΑΚ). Η δικαστική αυτή απόφαση αποτελεί την πράξη με την οποία ολοκληρώνεται νομικά η υιοθεσία.

Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα της υιοθεσίας επέρχονται μόλις η απόφαση καταστεί τελεσίδικη (δηλαδή όταν δεν μπορεί πλέον να προσβληθεί με έφεση, άρθρο 1560 ΑΚ). Από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά, το παιδί θεωρείται επισήμως θετό τέκνο του/των θετού/ών γονέα/ων.

 

Έννομα Αποτελέσματα της Υιοθεσίας Ανηλίκου

Με την ολοκλήρωση της υιοθεσίας ανηλίκου, επέρχονται σημαντικές νομικές μεταβολές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς στον Αστικό Κώδικα:

  • Διακοπή δεσμών με τη φυσική οικογένεια: Το θετό τέκνο εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα και αντιστοίχως διακόπτεται κάθε δεσμός με τη φυσική του οικογένεια (άρθρο 1561 ΑΚ). Όλες οι συγγενικές σχέσεις και τα νόμιμα δικαιώματα/υποχρεώσεις που είχε το παιδί ως προς τους βιολογικούς του γονείς παύουν να υπάρχουν, σαν το παιδί να μην ανήκε ποτέ νομικά σε εκείνους. Εξαίρεση αποτελούν τα κωλύματα γάμου και συγγένειας εξ αίματος: δηλαδή, παρά την υιοθεσία, δεν επιτρέπεται π.χ. ο γάμος μεταξύ θετού παιδιού και των εξ αίματος αδελφών του, καθώς εξακολουθούν να θεωρούνται συγγενείς εξ αίματος σε ό,τι αφορά τα κωλύματα γάμου (άρθρα 1356–1357 ΑΚ). Επίσης, η κληρονομική σχέση με τους φυσικούς γονείς διακόπτεται, εφόσον το παιδί παύει να θεωρείται νόμιμο τέκνο τους (κληρονομεί πλέον τους θετούς γονείς ως τέκνο τους, όχι τους φυσικούς).
  • Σχέσεις με τη θετή οικογένεια: Αντιστρόφως, το παιδί αποκτά απέναντι στους θετούς γονείς όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει ένα βιολογικό παιδί μέσα σε γάμο (άρθρο 1561 ΑΚ). Γίνεται δηλαδή σαν φυσικό τέκνο τους: αποκτά δικαίωμα διατροφής, κληρονομικά δικαιώματα, το επώνυμο της θετής οικογένειας, κ.ο.κ., και γενικά υπάγεται στην οικογενειακή τους δικαιοδοσία. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση του θετού τέκνου με τους συγγενείς των θετών γονέων (παππούδες, αδέλφια θετά κλπ.) – εντάσσεται δηλαδή πλήρως στο γενεαλογικό δέντρο της νέας του οικογένειας. Αν μια οικογένεια υιοθετήσει περισσότερα παιδιά, τα θετά παιδιά θεωρούνται μεταξύ τους αδέλφια εξ υιοθεσίας με όλα τα σχετικά δικαιώματα (π.χ. κληρονομικά μεταξύ τους όπως τα αδέλφια).
  • Ειδική περίπτωση υιοθεσίας τέκνου συζύγου: Όταν η υιοθεσία αφορά το παιδί του/της συζύγου του θετού γονέα (δηλαδή ο ένας σύζυγος υιοθετεί το βιολογικό παιδί του άλλου), δεν διακόπτεται ο δεσμός του παιδιού με τον φυσικό γονέα που είναι σύζυγος – το παιδί διατηρεί τη νομική του σχέση με τον φυσικό αυτό γονέα και συγγενεύει πλέον νομικά και με τους δύο γονείς (φυσικό και θετό). Με άλλα λόγια, στην περίπτωση αυτή το παιδί καταλήγει να έχει ως γονείς τόσο τον φυσικό γονέα όσο και τον θετό, και οι συγγενείς του φυσικού γονέα (π.χ. οι παππούδες του παιδιού από την πλευρά του βιολογικού γονέα) παραμένουν συγγενείς. Κατά τα λοιπά, η υιοθεσία παράγει όλα τα αποτελέσματα κανονικής υιοθεσίας και από τους δύο συζύγους (άρθρο 1562 ΑΚ). Σημειώνεται ότι αν οι δύο σύζυγοι (φυσικός και θετός γονέας) τερματίσουν στη συνέχεια τη σχέση τους (π.χ. διαζύγιο), η άσκηση της γονικής μέριμνας θα ρυθμιστεί ανάλογα με ό,τι ισχύει σε διαζύγιο βιολογικών γονέων – συνήθως την επιμέλεια θα τη διατηρήσει ο φυσικός γονέας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει διαφορετικά για σοβαρούς λόγους (άρθρο 1567 ΑΚ).
  • Γονική μέριμνα: Με την τελεσίδικη απόφαση υιοθεσίας, οι θετοί γονείς αναλαμβάνουν αυτοδικαίως τη γονική μέριμνα του παιδιού, ενώ η γονική μέριμνα των φυσικών γονέων (ή η επιτροπεία που υπήρχε πριν) παύει αυτομάτως (άρθρο 1566 ΑΚ). Οι φυσικοί γονείς, μετά την υιοθεσία, δεν έχουν δικαίωμα επικοινωνίας με το θετό τέκνο, δηλαδή δεν υφίσταται νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα επαφής του βιολογικού γονέα με το παιδί (η αποκοπή είναι πλήρης για να προστατεύεται η ένταξη του παιδιού στη νέα οικογένεια). Εάν πρόκειται για υιοθεσία από σύζυγο (step-parent adoption), τότε τη γονική μέριμνα συνεχίζουν να την ασκούν από κοινού ο φυσικός και ο θετός γονέας (σαν δύο γονείς ενός παιδιού εντός γάμου).
  • Επώνυμο θετού τέκνου: Το ανήλικο που υιοθετείται λαμβάνει το επώνυμο του θετού γονέα μετά την υιοθεσία (άρθρο 1563 ΑΚ). Εάν το υιοθετούν ζεύγος συζύγων από κοινού, τότε εφαρμόζεται στο θετό τέκνο η δήλωση που είχαν τυχόν κάνει οι σύζυγοι για το επώνυμο των δικών τους παιδιών (κατά το άρθρο 1505 ΑΚ). Για παράδειγμα, αν το ζευγάρι έχει αποφασίσει τα τέκνα τους να φέρουν το επώνυμο του πατέρα, το ίδιο θα ισχύσει και για το υιοθετημένο παιδί. Αν δεν υπάρχει προηγούμενη δήλωση, μπορούν να την κάνουν κατά την πράξη της υιοθεσίας στο ληξιαρχείο. Όταν το θετό παιδί ενηλικιωθεί, έχει δικαίωμα εάν επιθυμεί να προσθέσει στο επώνυμό του και το προϋπάρχον επώνυμό του (δηλ. του φυσικού του πατέρα/μητέρας), σχηματίζοντας διπλό επώνυμο (άρθρο 1563 εδ. β’). Για να γίνει προσθήκη ονόματος, εφόσον το παιδί είναι ακόμη ανήλικο, μπορεί το δικαστήριο με την απόφαση υιοθεσίας να επιτρέψει στον θετό γονέα να προσθέσει νέο κύριο όνομα στο παιδί, αλλά αν το παιδί είναι 12 ετών και άνω χρειάζεται και η δική του συναίνεση (άρθρο 1565 ΑΚ).
  • Μυστικότητα της υιοθεσίας: Η ελληνική νομοθεσία αποδίδει μεγάλη σημασία στο απόρρητο της διαδικασίας υιοθεσίας ανηλίκου. Το άρθρο 1559 ΑΚ προβλέπει ότι η υιοθεσία ανηλίκων τηρείται μυστική. Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία της δικαστικής διαδικασίας και της νέας οικογενειακής σχέσης δεν δημοσιοποιούνται. Σε μάλιστα ειδικές περιπτώσεις (όπως όταν η υιοθεσία έγινε με ανώνυμη συναίνεση των γονέων μέσω κοινωνικής υπηρεσίας ή όταν οι γονείς είναι άγνωστοι και εφαρμόστηκε δικαστική αναπλήρωση συναίνεσης, δηλ. περιπτώσεις άρθρου 1550 παρ.2 και 1552), η μυστικότητα ισχύει ακόμη και έναντι των φυσικών γονέων. Δηλαδή, οι βιολογικοί γονείς δεν έχουν δικαίωμα να μάθουν ποιοι είναι οι θετοί γονείς ή που βρίσκεται το παιδί μετά την υιοθεσία. Μετά την ενηλικίωση του θετού τέκνου, ωστόσο, ο νόμος του αναγνωρίζει το δικαίωμα να πληροφορηθεί πλήρως την καταγωγή του (άρθρο 1559 εδ. τελευταίο). Έτσι, όταν το παιδί γίνει 18, μπορεί – αν το επιθυμεί – να μάθει τα στοιχεία των βιολογικών του γονέων και το ιστορικό του.
  • Οριστικότητα της υιοθεσίας: Η υιοθεσία ανηλίκου θεμελιώνει μια μόνιμη νομική σχέση γονέα-παιδιού. Δεν προβλέπεται χρονικό όριο ή λήξη. Μόνο εξαιρετικά μπορεί να λυθεί με νέα δικαστική απόφαση (π.χ. ακύρωση για σοβαρό λόγο, όπως απάτη ή πλάνη κατά τη διαδικασία), αλλά αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Επίσης, αν για οποιονδήποτε λόγο παύσει η γονική μέριμνα των θετών γονέων πριν το παιδί ενηλικιωθεί (π.χ. λόγω θανάτου των θετών γονέων ή έκπτωσής τους από τη γονική μέριμνα), το παιδί δεν επανέρχεται στους φυσικούς γονείς. Αντιθέτως, ορίζεται επίτροπος (κηδεμόνας) σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί επιτροπείας ανηλίκων (άρθρο 1568 ΑΚ). Δηλαδή, η υιοθεσία παραμένει σε ισχύ και το παιδί δεν επιστρέφει στη βιολογική οικογένεια, αλλά τίθεται υπό επιτροπεία ή νέα υιοθεσία αν βρεθεί άλλος κατάλληλος θετός γονέας.

 

Επίλογος: Η υιοθεσία ανηλίκου στην Ελλάδα είναι μια πολύπλευρη διαδικασία που διέπεται από αυστηρούς νομικούς κανόνες με κύριο γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Οι υποψήφιοι θετοί γονείς πρέπει να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και να ακολουθήσουν τη δικαστική διαδικασία, εξασφαλίζοντας όλες τις νόμιμες συναινέσεις. Κάθε στάδιο – από την αίτηση, τη συναίνεση των εμπλεκομένων, την κοινωνική έρευνα, έως και την έκδοση της απόφασης – είναι σχεδιασμένο ώστε να διασφαλίζει ότι η υιοθεσία θα είναι προς όφελος του παιδιού και ότι η μετάβαση στη νέα οικογένεια θα είναι μόνιμη και προστατευμένη.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι η δικηγορική εταιρεία Karpouzis Lianou & Associates αναλαμβάνει την πλήρη καθοδήγηση των ενδιαφερομένων σε όλη τη διαδικασία της υιοθεσίας ανηλίκου – από το αρχικό στάδιο της ενημέρωσης και συγκέντρωσης δικαιολογητικών, έως την κατάθεση της αίτησης και την έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης – διασφαλίζοντας ότι κάθε βήμα θα γίνει σωστά και με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο.

No Comments

Post A Comment

Call Now Button